- σατυριασμός
- σατυριασμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σατυριασμός — ο, ΝΑ [σατυριῶ] η σατυρίαση … Dictionary of Greek
σατυριασμοῖς — σατυριασμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυριασμοί — σατυριασμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυριασμοῦ — σατυριασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυριασμούς — σατυριασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυριασμόν — σατυριασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FAUNI Ficarii — apud Hieronym. in versione Ieremiae c. 50. v. 39. ubi in Hebraeo est Gap desc: Hebrew, occurrunt: item apud eundem in Esai c. 13. ac Isid. Origin. l. 8. in sine, et rursus l. 11. c. 3. Sic apud paulum Diacon. Filmer Gothorum Rex sagas quasdam,… … Hofmann J. Lexicon universale